πλατανόφυλλο

πλατανόφυλλο
το, Ν
1. το φύλλο τού δέντρου πλάτανος
2. μτφ. (για πρόσ.) ασταθής, επιπόλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτανος + φύλλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασέρνω — παρασέρνω, παρέσυρα (σπάν. παράσυρα) βλ. πίν. 204 Σημειώσεις: παρασέρνω : απαντάται σπάνια σε σχέση με το παρασύρω, κυρίως με την έννοια → παίρνω ή τραβάω με δύναμη προς κάποια κατεύθυνση. (... ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”